Μεσογειακά εποχικά λιμνία- οικότοπος 3170* (Νέστος και Palo Laziale)
Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Ερμηνείας των Ενδιαιτημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EC 2007) και την τεχνική έκθεση ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ενδιαιτημάτων Natura 2000, *Μεσογειακά εποχικά τέλματα 3170 EC 2008 07/24, τα μεσογειακά εποχικά λιμνία είναι αβαθή κοιλώματα εδάφους (βάθους μερικών εκατοστών) που σχηματίζονται από διαφορετικές γεωμορφολογικές διεργασίες, που κατανέμονται κυρίως στις νότιες χώρες της ΕΕ, ειδικά σε άνυδρες και υπόγειες ζώνες. Είναι απομονωμένα από μόνιμα υδάτινα συστήματα και βιώνουν περιοδικούς, εποχιακούς κύκλους πλημμύρας και ξηρασίας. Έχουν μια χαρακτηριστική χλωρίδα και πανίδα που είναι καλά προσαρμοσμένη σε αυτή την εναλλαγή νερού, για τουλάχιστον 8-9 μήνες, και την απουσία του, για τουλάχιστον 2-3 μήνες. Η χλωρίδα αποτελείται κυρίως από μεσογειακά θερόφυτα και γεώφυτα, ιδιαίτερα από υδρόβιες φτέρες (Isoetes). Γενικά, το σύνολο αυτών των ειδών χαρακτηρίζεται από σύντομο κύκλο ζωής που τους επιτρέπει να παράγουν σπόρους κατά τη σύντομη ευνοϊκή περίοδο. Τα λιμνία φιλοξενούν σπάνια και απειλούμενα είδη όπως τα καρκινοειδή Triops sp., τα οποία υπάρχουν λόγω της απουσίας θήρευσης από ψάρια ή καβούρια.
Στην Ελλάδα, η πλειονότητα των τοποθεσιών 3170* βρίσκεται σε 33 περιοχές Natura 2000, 24 στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη και συνδέεται με φρύγανα και μόνο 9 στην ηπειρωτική χώρα. Αυτά που βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο συνδέονται με ορεινά λιβάδια. Πολύ λίγοι έχουν καλά (επαρκή) ή εξαιρετικά καθεστώτα διατήρησης, ενώ τα περισσότερα ταξινομούνται ως Δυσμενή. Εκτός από το ΤΚΝ του Νέστου, υπάρχουν μόνο δύο άλλες τοποθεσίες στη δυτική Πελοπόννησο (GR2320001 και GR2330006) όπου το 3170* συνδέεται με δάσος, ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για δάσος κωνοφόρων πεύκων.
Στην Ιταλία, υπάρχουν σε 13 περιοχές (Li, ER, Tu, Um, La, Ab, Mo, Ca, Pu, Ba, Ca, Si, Sa) σε συνολική επιφάνεια 38,26 km2 (3.800 εκτάρια). εκ των οποίων το 70% βρίσκεται στην περιοχή της Μεσογείου, με καθεστώς διατήρησης που έχει ταξινομηθεί ως U1 (ISPRA Reports 194/2014). Στο Lazio, τα λιμνία βρίσκονται σε 14 τοποθεσίες της Natura 2000, συμπεριλαμβανομένων των Circeo NP, Estate of Castelporziano και Bosco di Foglino.
Τα χαρακτηριστικά των εποχικών λιμνίων ποικίλλουν ανάλογα με τις εποχικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ο βιότοπος είναι οικολογικά αλληλένδετος με το παρόχθιο φυλλοβόλο δάσος, ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο στην Ελλάδα. Στο ΤΚΝ Νέστου υπάρχουν δύο ομάδες των τεσσάρων εποχικών λιμνίων, μία για κάθε όχθη του ποταμού Νέστου, στενά συνδεδεμένες με το παραποτάμιο δάσος, συνολικής έκτασης 0,05 εκταρίων. Ο βιότοπος αυτός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα είδη χλωρίδας Mentha pulegium, Lythrum spp., L. salicaria, M. arvensis, C. flavensvens, C. fuscus, F. bisumbellata, P. intermedia, P. oleracea, J. articulates. Στην περιοχή Lazio, κατά μήκος της ακτής της Τυρρηνικής Θάλασσας, βρίσκονται συχνά σε έντονη χωρική και οικολογική εξάρτηση με πλημμυρικά δάση βελανιδιάς. Στο Palo Laziale, αυτό το σύστημα χαρακτηρίζεται από ένα ιδιόμορφο περιβάλλον που σχηματίζεται πάνω σε αδιαπέραστα στρώματα αργίλου και τροφοδοτείται από μετεωρικά ύδατα και επιφανειακά ρεύματα, απομονωμένα από τα υπόγεια ύδατα.
Αλλουβιακά δάση με Alnus glutinosa και Fraxinus excelsior (Alno-Padio, Alnion incanae, Salicion albae)- οικότοπος 91ΕΟ* (Νέστος)
Το αλλουβιακό δάσος εμφανίζεται στο SCI GR150010 κατά μήκος των δύο πλευρών του ποταμού Νέστου, αναπτύσσεται πάνω και μεταξύ των αναχωμάτων και καλύπτει μια μεγάλη έκταση 300 εκταρίων. Τα κυρίαρχα είδη δέντρων είναι τα Fraxinus excelsior και A. glutinosa, αλλά και τα F. angustifolia, S. alba, P. alba, P. nigra, J. regia, C. sanguinea, Q. robur subsp. pedunculiflora και U. minor subsp. canescens. Αναπτύσσονται σε βαριά αλλουβιακά εδάφη και οι περιοχές χαμηλότερου υψομέτρου κατακλύζονται περιοδικά από την άνοδο του ποταμού. Υπάρχει αφθονία αναρριχώμενων φυτών (P. graeca και άλλα) και το ποώδες στρώμα περιλαμβάνει πάντα πολλά είδη (A.podagraria, M. aquatica, H. helix, L. punctata, P. hybridus, Silene baccifera, C. lutetiana , A. maculatum και άλλοι).
Δενδρώδης σκληρόφυλλη βλάστηση (matorral) με Laurus nobilis - βιότοπος 5230* (Palo Laziale)
Δασικές εκτάσεις και ψηλά μακκία στα οποία ο Laurus nobilis, τόσο σε δέντρο όσο και σε θάμνο, κυριαρχεί στο ανώτερο στρώμα της συστάδας κένωσης. Συχνά αντιπροσωπεύουν κοινότητες περιορισμένης επέκτασης: στην πραγματικότητα, η δάφνη κυριαρχεί μόνο σε μέρη όπου τα ιδιαίτερα τοπογραφικά και εδαφικά χαρακτηριστικά μετριάζουν τόσο την ξηρασία όσο και τους χειμερινούς παγετούς, επιτρέποντας έτσι σε αυτό το είδος να γίνει ανταγωνιστικό τόσο στην αειθαλή σκληρόφυλλη όσο και στα φυλλοβόλα δέντρα. Στην Ιταλία υπάρχουν σε 9 Περιφέρειες (Tu, Ma, La, Ab, Ba, Pu, Ca, Si, Sa) σε συνολική επιφάνεια 6,69 km2 (669 εκταρίων), εκ των οποίων το 98% βρίσκεται στην Περιοχή της Μεσογείου, με καθεστώς διατήρησης που ταξινομείται ως U1 και τάση «επιδείνωσης» (ISPRA R.194/2014).
Παννονικά-Βαλκανικά δάση τουρκικής δρυός – άμισχα δάση δρυός 91M0 (Palo Laziale)
Θερμο-ξερόφιλα Q. cerris, Q. petraea ή Q. frainetto και συναφείς φυλλοβόλες βελανιδιές του κεντρικού και νότιου τομέα της ιταλικής χερσονήσου, με επικρατούσα κατανομή μεταξύ των εσωτερικών και υποπαράκτιων εδαφών από την πλευρά της ακτής της Τυρρηνικής. Στην Ιταλία, το 91M0 βρίσκεται σε 10 Περιφέρειες (Li, Tu, Um, La, Mo, Ca, Pu, Ba, Ca, Si) σε συνολική επιφάνεια 6.096,75 km2 (60.9675 εκταρίων), εκ των οποίων το 87% βρίσκεται στην περιοχή της Μεσογείου (5.304 km2), με καθεστώς διατήρησης που χαρακτηρίζεται ως U1 (ISPRA R. 194/2014). Στο Lazio, αυτό το είδος ξύλου υπάρχει στο Circeo NP (IT6040014-IT6040014) και στο Castelporziano Reserve (IT6030028-IT6030084). Είναι οι συνηθέστεροι βιότοποι των E. hermanni και E. orbicularis. Στην περιοχή της Μεσογείου, αυτοί οι οικότοποι έχουν υποστεί ιδιαίτερη ζημιά από την κλιματική αλλαγή, ειδικά τα τελευταία χρόνια λόγω της αύξησης της ξηρασίας που προκαλείται από την έντονη μείωση των βροχοπτώσεων και την άνοδο της θερμοκρασίας το καλοκαίρι.