Δέλτα Νέστου

«Μεσογειακά εποχικά λιμνία» (οικότοπος 3170*) και αλλουβιακά δάση με ‘Alnus glutinosa Fraxinus excelsior’ (οικότοπος 91ΕΟ*)

a) Επέκταση θάμνων, κυρίως Rubus

Η ανεξέλεγκτη επέκταση των θάμνων αποτελεί σημαντική απειλή τόσο για το 3170* όσο και για το 91E0*. Στο 3170* οι θάμνοι καλύπτουν τα λιμνία και την καθιστούν τη λιγότερο ανταγωνιστική τυπική χλωρίδα εποχικών λιμνίων. Επιπλέον, η εναπόθεση και η αποσύνθεση των φύλλων προκαλούν τη δημιουργία ενός βαθύ στρώματος εδάφους και απορριμμάτων που γίνεται ένα αφιλόξενο υπόστρωμα. Στο 91E0* οι πιο άγριοι θάμνοι, όπως η Amorpha fruticosa, καταλαμβάνουν χώρο που διαφορετικά θα ήταν διαθέσιμος για το Alnus και άλλα δενδρύλλια και επίσης δημιουργούν σκιά που αναστέλλει την ανάπτυξη των Alnus, Salix, Populus και άλλων δενδρυλλίων και μειώνει τη φυσική αναγέννηση. Είναι προφανές ότι η διατήρηση της βιοποικιλότητας σχετικά με τα είδη και τους οικότοπους απαιτεί έλεγχο της επέκτασης των θάμνων με την αφαίρεση τους (Δράση C2).

b) Παράνομη υλοτομία

Η διαχείριση των δασών στο ΤΚΣ Νέστου στοχεύει στη διατήρηση της παρόχθιας βλάστησης και να μην γίνεται εμπόριο ξυλείας στον οικότοπο 91E0*. Ωστόσο, η δασική δομή επηρεάζεται σημαντικά από την παράνομη υλοτομία, η οποία έχει αυξηθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης και της έλλειψης ευαισθητοποίησης των κατοίκων της περιοχής για τη σημασία της. Η απειλή αυτή αντιμετωπίζεται με την εγκατάσταση ενημερωτικών πινάκων και την εκστρατεία ευαισθητοποίησης (Δράση Ε4). Το προσωπικό του Εθνικού Πάρκου έχει καταγράψει αυξανόμενα περιστατικά παράνομης υλοτομίας αλλά δεν υπάρχει ποσοτικός προσδιορισμός (κομμένα δέντρα, πληγείσα περιοχή κ.λπ.)

c) Τροποποιήσεις ή/και έλλειψη κατάλληλης χρήσης νερού

Η χαρακτηριστική χλωρίδα και πανίδα των 3170* και 91E0* είναι πολύ ευαίσθητες στις τροποποιήσεις του υδρολογικού κύκλου, καθώς ο κύκλος ζωής τους εξαρτάται από την τακτική εναλλαγή φάσεων υγρασίας και ξηρασίας. Τον χειμώνα 2016-2017, τα λιμνία κράτησαν νερό μόνο για περίπου 2 μήνες, σε σύγκριση με τον μέσο όρο (περίπου 6 μήνες), και η εξειδικευμένη βλάστησή τους δεν είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής της. Η έλλειψη πλημμύρας (εισροής υδάτων) στο 91E0* σημαίνει επίσης μειωμένη μεταφορά ιζημάτων πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά που εμπλουτίζουν τα εδάφη. Προς το παρόν, δεν είναι σαφές εάν αυτό οφείλεται σε αλλαγές υδρολογικών λειτουργιών του ποταμού (κίνηση καναλιού και λάσπη κ.λπ.) ή σε μειωμένη ροή λόγω κατακράτησης στις τεχνητές λίμνες (ανεπαρκής μειωμένη περιβαλλοντική ροή). Το έργο θα διερευνήσει τη δομή και την υδρολογία του εδάφους (Δράσεις Α2, Α3, Α4) και θα προτείνει κατάλληλες λύσεις. Η κατασκευή της υπόγειας δεξαμενής (Δράση C3) θα εξασφαλίσει διαθεσιμότητα νερού. Εάν κριθεί απαραίτητη η αύξηση της ελάχιστης περιβαλλοντικής ροής των τεχνητών φραγμάτων, η ομάδα του έργου θα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές διαχείρισης νερού που ήδη υποστηρίζουν το έργο.

d) Μικρή έκταση 3170*

Η μικρή συνολική έκταση του 3170*, και η κατακερματισμένη κατανομή της σε 2 ξεχωριστές περιοχές, την καθιστούν ευάλωτη σε φυσικές (μειωμένες βροχοπτώσεις, ακραία ξηρασία λόγω κλιματικής αλλαγής κ.λπ.) ή ανθρωπογενές (επέκταση της γεωργίας, μη βιώσιμη άντληση νερού κ.λπ.) πιέσεις. Σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα καθορίσουν τις θεμελιώδεις γεωλογικές, υδρολογικές και εδαφικές συνθήκες στην περιοχή (Δράσεις A2, A3), το έργο θα εφαρμόσει μια μέθοδο δημιουργίας νέων τοποθεσιών του 3170* (Δράσεις C2) σε κατάλληλες κοινότητες. Αυτή η μέθοδος θα χρησιμοποιηθεί από το Εθνικό Πάρκο για περαιτέρω αύξηση της επιφάνειας του 3170* στο μέλλον. Η ίδρυση του νέου εποχικού λιμνίου θα συνοδεύεται επίσης από παρεμβάσεις αποκατάστασης της βιοτικής κοινότητας για τη διευκόλυνση της εμφάνισης των τυπικών κοινοτήτων χλωρίδας (Δράση C6).

e) Υποβάθμιση του 3170* μέσω υπερβόσκησης, καταπάτησης κ.λπ

Καθώς η πρόσβαση στα εποχικά λιμνία δεν είναι απαγορευμένη, τα ζώα που βόσκουν υποβαθμίζουν τη βλάστησή τους, ειδικά όταν η βόσκηση λαμβάνει χώρα κατά τη σύντομη περίοδο ανθοφορίας των χαρακτηριστικών φυτών. Επίσης, η παρουσία βοοειδών μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του νερού και να βλάψει τη βλάστηση από την υπερβολική καταπάτηση και από την πιθανή αύξηση των νιτρικών αλάτων που μπορεί να προωθήσει τον πολλαπλασιασμό ανταγωνιστικών ειδών. Υπάρχουν συχνές ενδείξεις ποδοπάτησης από οχήματα (αγροτών, κυνηγών, λάτρεις της υπαίθρου κ.λπ.) στα εποχικά λιμνία. Το ποδοπάτημα από βαρέα οχήματα προκαλεί δομικές βλάβες στα φυτά καθώς και συμπύκνωση του εδάφους, καθιστώντας το ακατάλληλο για την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών ειδών των εποχικών λιμνίων. Το έργο θα αντιμετωπίσει αυτήν την απειλή περιορίζοντας την πρόσβαση στα λιμνία (π.χ. περίφραξη, Δράση C2) και μέσω της εγκατάστασης ενημερωτικών πινάκων και εκστρατείας ευαισθητοποίησης (Δράση Ε4).

f) Επεκτατικά αλλόχθονα είδη

Τρία επεκτατικά αλλόχθονα είδη (A. fruticosa, P. dioica, A. negundo) υπερτερούν των ιθαγενών ειδών, κυρίως στο 91E0*, αλλά καταπατούν επίσης το 3170*. Κατά τη χαρτογράφηση των οικοτόπων (Δράση Α6), θα καταγραφεί η θέση των μονάδων των τριών ειδών και, όπου είναι δυνατόν, θα αφαιρεθούν, ειδικά εάν είναι σε μορφή θάμνων, κατά την εκκαθάριση θάμνων (Δράση C2).

Palo Laziale

´Μεσογειακά εποχικά λιμνία’ (οικότοπος 3170*)

Οι κύριες απειλές για το 3170* προέρχονται από την εφήμερη φύση του και το μικρό του μέγεθος. Η περιορισμένη ορατότητα διευκολύνει την καταστροφή ή την αλλαγή του. Επιπλέον, η αύξηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Μεσογείου είναι πιθανό να αλλάξει τα υδρολογικά καθεστώτα που καθορίζουν τις λειτουργίες της. Τα μέτρα αποκατάστασης και διατήρησης του οικοτόπου θα προσαρμοστούν σύμφωνα με την Τεχνική Έκθεση 2008 07/24 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ οικοτόπων του Natura 2000 «Μεσογειακά εποχικά λιμνία».  Στο SCI του Palo Laziale, οι προσωρινές λίμνες (συνολικής επιφάνειας 0,40 εκταρίων) συνδέονται χωρικά και οικολογικά με το δάσος δρυός της πλημμυρικής πεδιάδας (91M0). Το οικοσύστημα που προκύπτει είναι κοινό χαρακτηριστικό κατά μήκος της ακτής της Τυρρηνικής και στην περιοχή του Lazio (ιδίως στο Circeo NP και στο Κτήμα Castelporziano). Επί του παρόντος, η επιφάνεια του οικοτόπου είναι σε απόκλιση λόγω εισβολής των θάμνων. Η εξάπλωση των θάμνων προκλήθηκε από την παρακμή των δασών και τώρα αυξάνεται έντονα.  Οι θάμνοι αποτελούν σοβαρή απειλή για τις λίμνες επειδή τις θάβουν (EU Tec.Rep. 2008 07/24). Η εισβολή θάμνων βλάπτει την οικολογική ισορροπία που έχει δημιουργηθεί, με την κάλυψη της κορυφής των δέντρων να προκαλεί διάφορες επιπτώσεις: τα απορρίμματα βυθίζουν το λιμνίο και οδηγούν σε ευτροφισμό· η ποσότητα του εισερχόμενου φωτός μειώνεται και έτσι ορισμένα τοπικά φυτά μπορεί να εξαφανιστούν. Η θερμοκρασία του νερού μειώνεται λόγω της έλλειψης ηλιακού φωτός, επηρεάζοντας την κανονική εκκόλαψη κυστών ασπόνδυλων και αυγών αμφιβίων΄ μια αύξηση της εξατμισοδιαπνοής μπορεί να ξηράνει τα λιμνία. Για να αποφευχθεί η απώλεια των συνδεδεμένων τύπων οικοτόπων 3170* και 91M0, είναι απαραίτητο να δράσουμε και στους δύο: αφαιρώντας τους θάμνους (Δράση C2), ευνοώντας την ανάκτηση και την αναγέννηση του δάσους (Δράσεις C1, C3) και την αποκατάσταση της επιφάνειας του εποχικού λιμνίου (Δράση C2). Έπειτα, η εφαρμογή σωστής διαχείρισης του δάσους (Δράση C4) και η υποστήριξη της διασποράς του νερού μέσω του υδραυλικού συστήματος (Δράση C3) θα διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατήρηση του οικοσυστήματος.

Σημ. Καμία από τις αναλύσεις και τις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο SCI του Palo Laziale δεν έδειξε συγκεκριμένα στοιχεία υπερβολικής άντλησης νερού (επιφανειακών και υπόγειων υδάτων) για άρδευση. Η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού στην τοποθεσία σχετίζεται αυστηρά με κλιματικά φαινόμενα που επηρεάζουν επίσης τις γύρω γεωργικές δραστηριότητες.

«Σκληρόφυλλοι θαμνώνες με Laurus nobilis» (οικότοπος 5230*)

Η θαμνώδης λωρίδα του δάσους Palo έχει επηρεαστεί λιγότερο από την παρακμή του δάσους καθώς βρίσκεται δίπλα σε ένα επιφανειακό κανάλι. Δεδομένων των οικολογικών χαρακτηριστικών του, η διατήρησή του συνδέεται με την αποκατάσταση της δασικής έκτασης και η σωστή διαχείρισή του θα ενταχθεί στο Σχέδιο Διαχείρισης Δασών.

«Παννονικά – βαλκανικά δάση δρυός με Quercus cerris και/ή Quercus patraea» (οικότοπος 91M0)

Προς το παρόν το δάσος καταλαμβάνεται κυρίως από αγκαθωτούς θάμνους, με μικρή μόνο έκταση διαθέσιμη για την ανάπτυξη νέων δενδρυλλίων. Το κάλυμμα της κορυφής των δέντρων έχει μειωθεί έως και 80% του αρχικού του μεγέθους και τα δέντρα που είναι ακόμα ζωντανά παρουσιάζουν γήρανση και χαμηλή παραγωγή σπόρων. Υπάρχει ακόμα αναγέννηση των δασών (φυτά τουλάχιστον 3 ετών) αλλά τα φυτά που αναπτύσσονται ασφυκτιούν από την ύπαρξη των θάμνων. Αυτή η κατάσταση αναστέλλει έντονα την ανάκτηση των δασών και είναι ένας σοβαρός παράγοντας απόκλισης των εποχικών λιμνίων. Τα τελευταία 20 χρόνια, η ραγδαία παρακμή της περιοχής έχει επηρεάσει σοβαρά τη ζωτικότητα των δέντρων, προκαλώντας σοβαρή ξήρανση των δασών. Ο θάνατος των δέντρων προκαλείται από προσβολές μυκήτων (π.χ. B. mediterranea). Η μόλυνση από μύκητες προκλήθηκε από την πίεση που επιβάλλεται στο δάσος μέσω μιας σειράς ταυτόχρονων αιτιών: (α) αύξηση της ξηρασίας μετά τη μείωση των βροχοπτώσεων και την άνοδο των θερμοκρασιών, που συνοδεύεται από γεγονότα ξηρασίας κατά τη διάρκεια διαφόρων ετών (π.χ. 2003, 2007) και έχουν οδηγήσει σε ξήρανση του δάσους τουλάχιστον κατά 40% (β) αύξηση της αλατότητας και της νατρίωση των εδαφών (γ) έλλειψη διαχείρισης των δασών από το 1975, όταν εγκαταλείφθηκαν οι δραστηριότητες των πρεμνοφυών δασών.

Αυτή η παρακμή του δάσους είναι ξεκάθαρα ορατή και έχει οδηγήσει σε σταδιακή εξαφάνιση μεγάλου μέρους του δάσους. Αυτό απειλεί σοβαρά την επιβίωση αυτού του οικοτόπου που εκτείνεται εντός του δάσους για περίπου 40 εκτάρια. Μύκητες, όπως το B. mediterranea, εξακολουθούν να υπάρχουν στην πληγείσα περιοχή.  Ωστόσο, η επίδρασή τους στα δέντρα έχει μειωθεί λόγω της σταδιακής απομάκρυνσης του ξύλου που έχει εισέλθει στα παθογόνα σε φάση ηρεμίας (quiescent stage). Τα παράσιτα μπορούν κανονικά να επιτεθούν στα δέντρα κάτω από συνθήκες έντονης πίεσης, ενώ δεν επηρεάζουν τα νέα φυτάρια. Βάζοντας ένα τέλος στους παράγοντες πίεσης και αποκαθιστώντας την ανθεκτικότητα και την οικολογική ισορροπία του δάσους, ο μύκητας δεν θα αποτελεί πλέον απειλή για το δάσος. Η παρακολούθηση αυτών των παρασίτων και παθογόνων (Δράση D2) διασφαλίζει την πλήρη αξιολόγηση των επιπτώσεων των μέτρων αποκατάστασης και διατήρησης.

 

 

Χρησιμοποιούμε την τεχνολογία των "Cookies" για να διευκολύνουμε την χρήση της παρούσας ιστοσελίδας. Κάντε κλικ εδώ για περισσότερες πληροφορίες. Αποδοχή